- -ούρι
- υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. -ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε -ουρος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. μελάν-ουρος > μελαν-ούρι, παλί-ουρος > παλι-oύρı, κόντ-ουρος > κοντ-ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν είχαν στο θ. τους -ου- (πρβλ. γαϊδ-ούρι, αγγ-ούρι).Παραδείγματα υποκορ. σε -ούρι: αγγούρι, ανεμοδούρι, αχούρι, γαϊδούρι, ζυγούρι, καβούρι, καλαθούρι, κιβούρι, κελεπούρι, κουλούρι, κουσούρι, κουτσούρι, λαθούρι, μανούρι, μασούρι, μελανούρι, μνημούρι, ξυπνητούρι, παγούρι, παντζούρι, πλιγούρι, πνιγούρι, σπιθούρι, στηθούρι, ταμπούρι, τσεκούρι, τσιμπούρι, φλαμούρι, χουζούρι.
Dictionary of Greek. 2013.